- ανάγνωσμα
- το (Α ἀνάγνωσμα)1. ανάγνωση, διάβασμα2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα)3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργίανεοελλ.1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων2. μυθιστορηματική διήγηση σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας3. στον πληθ. τα αναγνώσματασυλλογή λογοτεχνικών έργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναγνωσματάριο.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγνωσματογράφος].
Dictionary of Greek. 2013.